-
1 ἡλικία
ἡλικία, ἡ, das Lebensalter; ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 22, 419, wo also das Greisenalter gemeint ist, wie ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. Lach. 180 d; ληρεῖν ὑφ' ἡλικίας Luc. de laps. in salt. 1 (s. auch unten); ἁλικίας γηραιὸν μέρος Pind. P. 4, 157; aber auch ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πολιαὶ ϑαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Ol. 4, 29; ἐπεὶ δὲ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἥνπερ σὺ νῦν ἔχεις ἤδη Xen. Cyr. 1, 6, 34; vgl. Her. ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, fünfunddreißig Jahre alt, 1, 26; allgemein, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον 5, 59, dies dürfte dem Alter nach zur Zeit des Laios geschehen sein; 5, 60; οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ, die in demselben Alter stehenden, Thuc. 1, 80; Folgde. Besondere Bestimmungen sind: ἡλικίαν ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, Xen. Hell. 5, 4, 25; τοὺς μὲν προεληλυϑότας ἤδη ταῖς ἡλικίαις, τοὺς δ' οὔπω ἀκμάζοντας, 6, 1, 4; ἡλικίᾳ ἔτι παῖς ὤν, Thuc. 5, 43. Gew. das Alter männlicher Reise, das kräftigste Alter, wie ἥβη, vom 18. bis 50. Jahre, Her. 3, 36. 7, 18, οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ, Thuc. 8, 75; vgl. Dem. 1, 28; Plut. Them. 10; Plat. Phaedr. 255 a; ἐντὸς τῆς πρεπούσης ἡλικίας Tim. 18 d; πόῤῥω τῆς ἡλικίας, über das Jugendalter hinaus, Gorg. 484 c; οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν Charm. 154 a; εἴπερ εἰς ἡλικίαν ἔλϑοι Theaet. 142 d; ἐν ἡλικίᾳ ὄντες μέσῃ τε καὶ καϑεστηκυίᾳ, im gesetzten Alter, Ep. III, 316 c; vgl. Thuc. 2, 36. Von höherem Alter, προϊούσης τῆς ἡλικίας Plat. Phaedr. 279 a; προήκων εἰς βαϑὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nubb. 513; – οἱ τῆς ἡλικίας ἐντὸς γεγονότες Lys. 2, 50; öfter bei den Rednern; allgemein, τὰ μικρὸν πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας γεγενημένα Din. 1, 38; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Isocr. 4, 167; ἕως εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς Dem. 60, 11, bis zu dem heutigen Menschengeschlecht, collectivisch wie die unten folgenden Beispiele; daher Menschenalter, πολλαῖς ἔμπροσϑεν ἡλικίαις τοῦ πολέμου Plut. Pericl. 27; mit Bestimmungen, wie ἡλικίαν εἶχεν ἀνδρὶ συνοικεῖν Is. 2, 4, heirathsfähiges Alter, wofür Plut. Rom. 21 αἱ ἐν ἡλικίᾳ γυναῖκες sagt; Dem. 59, 22 νεωτέρα οὖσα διὰ τὸ μήπω τὴν ἡλικίαν αὐτῇ παρεῖναι; Aesch. 1, 182 τὴν ϑυγατέρα διεφϑαρμένην καὶ τὴν ἡλικίαν οὐ καλῶς διαφυλάξασαν μέχρι γάμου, worauf §. 194 folgt ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι. – Als Collectivum, die Menschen eines gewissen Alters, bes. die waffenfähige Mannschaft, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο Il. 16, 808; ἀστῶν Aesch. Pers. 878; Thuc. 3, 67; ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν 8, 1; πᾶσα ἡλικία Plat. Legg. XII, 959 e; Lys. 2, 49 u. Folgde, wie Plut. Fab. 14; dah. Zeitgenosse u. Zeitalter, s. oben. – Auch körperlich wird es von Größe, Wuchs gebraucht, wie man Dem. 40, 56 erkl.: ἧς τῇ μὲν φύσει πατήρ εἰμι, τὴν δ' ἡλικίαν αὐτῆς εἰ ἴδοιτε, οὐκ ἂν ϑυγατέρα μου, ἀλλ' ἀδελφὴν εἶναι αὐτὴν νομίσαιτε; eigtl. aber nur das Alter, so weit man es im Aeußern erkennen kann u. es nach dem Aeußern beurtheilt, vgl. Her. 3, 16. Aber Luc. V. Hist. 1, 40 sagt ἄνδρας μεγάλους ὅσον ἡμισταδιαίους τὰς ἡλικίας; vgl. Plut. Philop. 11; u. so im N. T. προςϑεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν πῆχυν ἕνα, Hatth. 6, 27; Hesych. erkl. μέγεϑος σώμα τος, μέτρον τι. Sogar von Säulen, Luc. D. Syr. 28.
-
2 προ-κατ-έχω
προ-κατ-έχω (s. ἔχω), vorhalten; med., προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην, H. h. Cer. 197, sie hielt vor sich den Schleier herunter; vorher einnehmen, besetzt haben, προκατασχεῖν τὴν πόλιν, Thuc. 4, 105; διὰ τὸ προκατεσχῆσϑαι φρουρᾷ τὴν ἄκραν, Pol. 8, 33, 1. – Wie προέχω, den Vorzug haben, übertreffen, οἱ προκατέχοντες ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις, Pol. 27, 13, 7.
-
3 προκατεχω
1) med. держать перед собой(καλύπτρην χερσί HH.)
2) раньше занимать, захватывать(τέν πόλιν Thuc.; τέν ἄκραν Polyb.)
3) перен. завладевать, приковывать(χάρισι καὴ σπουδαῖς τινα Plut.)
προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. — быть связанным в силу чего-л. с кем-л.4) превосходить(ταῖς ἡλικίαις καὴ ταῖς δόξαις Polyb.)
-
4 προκατέχω
A hold or gain possession of beforehand, preoccupy,τὴν πόλιν Th.4.105
;τὸ ἄκρον X.HG5.4.59
;τὸν διάπλουν Plb.1.61.1
;τὰς παρόδους Plu.Nic. 26
;διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ [τὴν ἄκραν Plb.8.31.1
: simply, occupy,ὃν προκατεῖχε τόπον Ael.Tact.25.7
:—[voice] Med., hold down before oneself,προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην h.Cer. 197
: metaph. in [voice] Pass., to be prejudiced,π. εὐνοίᾳ Plb.8.31.3
,27.4.9, cf. 9.31.2;διαβολαῖς Phalar.Ep.56
.2 [voice] Pass., to be predetermined,ὑφ' ἑτέρας αἰτίας Diogenian.Epicur.3.60
.II intr., to be superior,ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Plb.27.15.7
; ἀγέλης to be leaders of the herd, of bulls, Jul. Or.6.200d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατέχω
-
5 συγκαταβαίνω
A go or come down with,σᾷ πτέρυγι E.Andr. 505
(lyr.);ἅμα τοῖς ᾠοῖς Arist.GA 756a25
; of curls,σ. ταῖς παρειαῖς Philostr.Ep.58
.2 go down together, opp. ἀνέρχομαι, Arist.Mete. 358b32; esp. to the sea-side, Th.6.30;εἰς ὁμαλοὺς τόπους Plb.1.39.12
;ἀπὸ τοῦ λόφου Plu.Crass.31
: metaph.,σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρόν Arist.Pol. 1334b34
, cf. 1335a31.4 like Lat. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, etc., Plb.3.89.8, 5.66.7, D.S.12.30, etc.;εἰς παράταξιν Id.17.98
.6 metaph., let oneself down, submit to,εἰς φόρους καὶ συνθήκας Id.4.45.4
; σ. εἰς πᾶν agree to all conditions, Id.3.10.1: generally, stoop, condescend, Id.26.1.3;εἰς λοιδορίαν Phld.Rh.1.383
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταβαίνω
-
6 στρατεύσιμος
στρατεύσιμος, zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.
-
7 ἀπο-γραφή
ἀπο-γραφή, ἡ, 1) das Aufschreiben, Eintragen in öffentliche Listen; u. diese selbst, bes. Vermögenkataster u. Steuerlisten, vgl. Plat. Legg. V, 745 d VIII, 850 c; ἡ παρὰ τοῖς σιτοφύλαξιν Dem. 20, 32; vgl. 41, 28; αἱ πεντηκοστολόγων 34, 7. 34; τῶν ἐν ταῖς ἡλικίαις, Aushebungslisten, Pol. 2, 23; Census, N. T; Schuldregister, Dion. Hal. 4, 10. – 2) Klage wegen widerrechtlichen Besitzes von Staatseigenthum, Antrag auf Confiscation, Lys. 13, 65; u. die Confiscation selbst als Aufzeichnung unter die Staatsgüter, vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß, S. 254 – 260.
-
8 ξυγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
9 προερχομαι
(aor. 2 προῆλθον)1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться(ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὴ χιλόν Xen.; πρός τινα NT.)
π. κατὰ τέν ὁδόν Xen. — продолжать свой путь;οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen. — не покидать местности2) проходить(ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT.)
3) обгонять, опережать(τινα NT.)
4) ( о времени) проходить, протекать(προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου Plat.)
5) перен. доходить, достигатьοἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. — люди преклонного возраста;
ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. — вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек;π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr. — делать успехи6) выдвигатьτὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc. — покидать Эфиопию
-
10 συγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
11 διαλλάσσω
Aδιήλλαχα Dionys.Com.
(v. infr.), A.D.Synt.70.11.I [voice] Med., interchange,τὰς τάξεις Hdt.9.47
, cf. Pi.O.11(10).21: abs., make an exchange, X.Cyr.8.3.32, Test.Epict.2.14.II exchange, i.e.,1 give in exchange,τί τινι E.Alc.14
;τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Pl. R. 371d
; τινὰ ὑπέρ τινος one for another, D.H.10.24;τὴν σκευὴν πρὸς τὸν δεσπότην D.C.47.10
; or,2 take in exchange, δ. ἀετοῦ βίον take an eagle's life for one's own, Pl.R. 620b;ἐσθῆτα τῇ συμφορᾷ πρέπουσαν Plu.Cic.19
; δ. Μακεδονίαν change one land for another, i.e. pass through a land, X.HG4.3.3 (also abs.,ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν δ. Pl. Sph. 223d
):—[voice] Med.,τι ἀντί τινος D.H.2.3
.3 simply, change, alter,κελεύθους Emp.35.15
;τοὺς ναυάρχους X.HG1.6.4
;τοὺς λόγους Arist. Rh.Al. 1434a38
.4 abs., change, alter, Emp.17.12;δ. ἀπ' ἀλλήλων
to be discordant,Hp.
Vict.1.6; διαλλάττοντας different, opp. ὁμοίους, Phld.Sign.3, al.b depart this life, die, Lycurg.Fr.33, Corn.ND 35.III esp. change enmity for friendship, reconcile one to another,τινά τινι Th.2.95
, 6.47, etc.;πόλεις πρὸς ἀλλήλας Isoc.5.111
: most freq.c. acc. pl. only, E.Ph. 436, Antipho6.39, Test. ap. D.59.47, D.24.91: rarely c. acc. sg., make it up with one,διαλλάξεις με φιλάσας Theoc.23.42
:—[voice] Pass. with [tense] fut.διαλλαχθήσομαι Ar.V. 1395
, etc.;διαλλαγήσομαι Pl.R. 471a
: [tense] pf.διήλλαγμαι A.Th. 885
(lyr.): [tense] aor. , - ηλλάγην ib. 1161:—to be reconciled, to be made friends, A.l.c., Pl. Prt. 346b, etc.;τοῖς ἀποστᾶσι Isoc.9.63
;πρός τινα περί τινος Id.3.33
;τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους E.Med. 896
, cf. And.2.26.IV intr., c. dat. pers. et acc. rei, differ from one in a thing,εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Hdt.7.70
;δ. ταῖς ἡλικίαις Arist.EN 1161a5
;κλήσει, οὐ φύσει D.H.1.29
;πρός τινα Aristid.Or.36(48).16
: also c. gen. pers.,δ. τινός τινι Plb.2.37.11
;ἔν τινι Luc.Pisc.23
: abs.,πολὺ διήλλαχεν Dionys.Com.2.10
;τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Th.3.10
: [tense] pf. part. διηλλαχώς differing, τῇ ἐγκλίσει A.D.l.c.V [voice] Pass., to be different,τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Th.3.82
;πρὸς τὸν καιρόν Luc.Salt.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλλάσσω
-
12 προέρχομαι
Aπροελήλῠθα Men.113.2
:—go forward, advance, Hdt.1.207, 9.14;ἐς τὸ ὁμαλόν Th. 5.65
;ἐς τὸ πλέον Id.2.21
;ἐκ τοῦ χωρίου X.HG7.5.25
;ἐπὶ τὸ βῆμα D.H.8.58
: abs., προελθών, = [dialect] Att. παρελθών, having come forward to speak, Plb.4.14.7;προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε.. Aeschin.3.154
;π. εἰς τὸν δῆμον SIG742.49
(Ephesus, i B.C.): c. acc. cogn.,π. ἡμερησίαν ὁδόν Pl.R. 616b
;κατὰ τὴν ὁδόν X.An.4.2.16
.b come forth,πλάγια π. τὰ ἔμβρυα Arist.HA 576a24
;π. μητρός
to be born,Olymp.
Vit.Pl.p.1 W.: generally, Luc.Tox.25, al.; appear, be published, of a book, Str.13.1.54.c go away from, leave, ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ [οἰκίας] POxy.472.5 (ii A.D.), cf. Stud.Pal.1.8.10(v A.D.);οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών Luc.Herm.32
.2 of Time,προελθόντος πολλοῦ χρόνου Th.1.10
, cf. Pl.Plt. 273a;π. κατὰ χρόνον Id.Prm. 152a
; of persons, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις advanced in years, X.HG6.1.5.3 go on, proceed, in a story or argument, Pl.Phdr. 237c;εἰς τὸ πρόσθεν π. Id.Lg. 682a
, cf. Prt. 339d.4 metaph., [τὰ Περσέων πρήγματα] ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.7.50;ὥσπερ μαθητὴν εἰς τοὔμπροσθε π.
make progress,Isoc.
Ep.4.10;ἐνταῦθα π. ὥστε.. Id.15.82
: freq. in bad sense,εἰς πᾶν π. μοχθηρίας D.3.3
;οὕτως αἰσχρῶς π. Id.23.204
; ; ; πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς they are far gone in cautiousness, X.Hier.4.4.II take legal proceedings, appear in court, PGiss.8.12(ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέρχομαι
-
13 συνανδρόομαι
A grow up along with,ὁκόσοισι ἂν συνανδρωθῇ τὸ νόσημα Hp.Prorrh.2.9
;ἡ διάθεσις σ. ταῖς ἡλικίαις J.BJ1.23.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνανδρόομαι
-
14 ἐνικνέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικνέομαι
-
15 ὑπολείπω
A leave remaining,ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50
;ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς.. οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2
(cf. infr. 111);πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17
;τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81
; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-); τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11
.2 of things, fail one,ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1
( ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 ( ἐπι- Ellendt);ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17
;ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33
; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol. 1330b7
.3 intr., fail, fall short,θεοὶ.. ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1
;ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA 615b22
; ὑ. τὸ μέλι ib. 626b6; , cf. PA 650a36 (c. dat.); had ceased,Hp.
Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 ( ὑπολίπωμαι codd.).II [voice] Pass., c. [tense] fut. [voice] Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind.., Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86;ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276
, 282, etc.;ὑπολειφθείς Hdt.5.61
, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70.2 of things,πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615
;ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16
; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε .. so that they do not remain in force, in case that.., Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ .. Pl.Phdr. 231b;μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29
(Crete, ii B. C.).3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.).4 to be left behind in a race, Ar.Ra. 1092; lag behind,κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp. 174d
; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete. 343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H.5 metaph., to be inferior,ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol. 1334b39
, cf. 1254b35.6 abs., fail, come to an end,ὁπόταν.. νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91
(anap.), cf. Arist.Mete. 356b5, al.III [voice] Med., leave behind one,τὰ πρόβατα Hdt.4.121
;μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7
; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς .. to leave cause for reproach against oneself, in thinking that.., Th.1.140 (v. sub init.);πόνους Isoc.9.45
.2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25
;δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6
, cf. 39.1; reserve,ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4
;σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4
(iii B. C.);τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6
(iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the [voice] Act. ὑπέλειπε.. ἑαυτῷ.. ἀναφοράν ( left himself a means of escape) is the best reading.3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—[voice] Pass., ib.58;ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204
(Euboea, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολείπω
См. также в других словарях:
προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ … Dictionary of Greek
οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… … Dictionary of Greek
πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… … Dictionary of Greek
συνανδρούμαι — όομαι, Α [ἀνδροῡμαι] 1. ανδρώνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. συνεκδ. μεγαλώνω μαζί με άλλον («συνηνδροῡτο δ αὐτῶν ταῑς ἡλικίαις ἡ διάθεσις», Ιώσ.) … Dictionary of Greek